4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Στάθης Σταυρόπουλος

Η βλακεία έχει αποδειχθεί ανά τους αιώνες ότι είναι ανίκητη.
Και είναι μάλλον βλακώδες να το ξαναλέει κανείς.

Ένα από τα ισχυρότερα όπλα που διαθέτει η βλακεία ώστε να καθίσταται άπληκτη είναι τα στερεότυπα, νεοελληνιστί κλισέ. Η βλακεία διαθέτει στρατιές κλισέ, φάλαγγες κλισέ, λεγεώνες κλισέ!
Από τη στιγμή που θα καθιερωθεί ένα κλισέ, κλονίζεται δυσκολότερα από το Κολοσσαίον. Επί παραδείγματι, η μπαρούφα που αποδίδεται στον Μαρξ ότι «η θρησκεία είναι το όπιο των λαών» (κι όπου πάνω της στήθηκε ένας φθηνός και ρηχόκαρδος αντικληρικισμός) είναι τόσον ακλόνητη όσον συχνά επαναλαμβάνεται ο αντίλογος εναντίον της, ότι δηλαδή αυτό ο Μαρξ (αν διαβάσει κανείς όλο το αντίστοιχο χωρίον) το είπε με την έννοιαν του παρηγορητικού και παραμυθητικού ρόλου που συχνά παίζει η εκκλησία για τους καταφρονεμένους ενός σκληρού κι απάνθρωπου κόσμου.
¶λλο τσιτάτο, θα μου πείτε, κι άλλο κείμενο.
Ακριβώς! Για αυτό και τα τσιτάτα είναι επίσης όπως τα κλισέ, ένα εξίσου θανατηφόρο όπλο της βλακείας, που το διαθέτει κι αυτό σε κλίμακα μεραρχιών και τάξη στρατιών.

Αρωγός της οπαδικής σκέψης, το κλισέ τε και το τσιτάτο, δίνει στη βλακεία την ακαταμάχητη ισχύ της μανιχαϊστικής σκέψης, μαύρο-άσπρο,

το είπε ο Χριστόδουλος, άρα είναι λάθος
ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει

κι άλλα τέτοια... ορθολογιστικά, στα οποία εν Ελλάδι ασκούνται με μαύρη (σκοταδιστική) επιτυχία πολλοί από εκείνους που έχουν εκλάβει τον Διαφωτισμό ως δόγμα, κι όχι ως άθλημα λογικής απόδειξης.

Αλλά, πώς γεννάται και, κυρίως, πώς καθιερώνεται ένα στερεότυπο, ένα κλισέ;
Εν πρώτοις, πρέπει να φαίνεται καινοφανές (ακόμα κι αν είναι παλαιόν όσον η βλακεία) και, κατά δεύτερον, να αντιστρατεύεται άλλα κλισέ (πολλά απ’ τα οποία έχουν ήδη κουράσει). Διότι, αν από κάτι δεν μπορεί να γλυτώσει εν τέλει ούτε η αθάνατη βλακεία, ούτε τα πιο στέρεα κλισέ της, είναι ο νόμος της εντροπίας.
Επίσης, το νέο κλισέ που έρχεται να καθιερωθεί πρέπει να είναι το ίδιο αναπόδεικτο με το παλαιότερο στερεότυπο που πάει να αντικαταστήσει. Ο παράδεισος δηλαδή του μεταμοντερνισμού: Η «αλήθεια του καθενός»!
Για παράδειγμα, ένα από τα κορυφαία στερεότυπα της εποχής μας χωρίς το οποίο ουδείς αξιοπρεπής εκσυγχρονιστής δεν πάει ούτε προς νερού του

αφορά στη γλώσσα και διακηρύσσει ότι: «η επανάληψη ενός λάθους το καθιστά σωστό». Κατ’ αναλογίαν, η επανάληψη ενός εγκλήματος θα μπορούσε να το καταστήσει νόμιμο. Και εις μεν την πολιτική ζωή (αν κρίνουμε απ’ την περίπτωση Χριστοφοράκου) τούτο μπορεί νάναι η μισή αλήθεια, εις ό,τι αφορά όμως τη γλώσσα τούτο είναι μισό ψέμα. Και δεν ξέρω τι από τα δύο είναι χειρότερο, η μισή αλήθεια ή το μισό ψέμα;
Όπως και νάχει, η γλώσσα, αντιθέτως με τα κλισέ, δεν είναι στερεότυπη, εξελίσσεται. Μπορεί να χρησιμοποιούμε μία λέξη, την ίδια, 3.000 χρόνια, αλλά τη συντάσσουμε αλλιώς, όπως κι αλλιώς τη συνθέτουμε με άλλες λέξεις, που στο μεταξύ έχουν αλλάξει νόημα ή έχουν προέλθει από άλλες γλώσσες· ή τις χρησιμοποιούμε σε τύπους που κάποτε θα ήταν λάθος (όπως ο μήνας στην ονομαστική, αντί μην), και λάθος δεν είναι πια.
Η απλούστευση (αλλά και εμπλουτισμός), η ώσμωση με τις ετερότητες είναι φαινόμενα της εξέλιξης (κι όχι απαραιτήτως της ασυνέχειας) των γλωσσών.
¶λλωστε, όσο μια γλώσσα δέχεται, άλλο τόσον απορρίπτει.
Τελευταίως (δεκαετίες τώρα) ακούμε (και ενίοτε διαβάζουμε) όλο και πιο συχνά: επιτίθομαι, αντί επιτίθεμαι
την οδός, το πλήρης πακέτο
του διευθύνων συμβούλου, αντί του διευθύνοντος
και (το ακόμα πιο ανελλήνιστο) της διευθύνοντος συμβούλου, αντί της διευθύνουσας συμβούλου...
Όσον κι αν επαναληφθούν αυτά τα λάθη, υπάρχει πιθανότης η γλώσσα να τα υιοθετήσει ως σωστά; Υπάρχει η πιθανότης το «γλωσσικό ένστικτο» (Τσόμσκυ) να «κοιμηθεί για μια μέρα», και ο μηχανισμός απόρριψης της γλώσσας να παραμείνει αδρανής; Αφέλειες

όσον και τα κλισέ που τις στηρίζουν.
Αυτό βεβαίως δε σημαίνει ότι το διαρρέω κάτι (αντί αφήνω κάτι να διαρρεύσει) ή το «επικοινωνώ κάτι» (αντί επικοινωνώ με κάτι) δεν θα υποκύψουν εν τέλει σε μια νέα χρήση (ανάγκη) της γλώσσας που δεν τα θέλει πια αμετάβατα, πλην όμως αυτό δεν είναι απαραιτήτως ένα λάθος που η επανάληψή του το καθιστά σωστό, αλλά μια απλούστευση που δημιουργεί μια καινούργια φόρμα - μάλιστα, όχι απαραιτήτως φτωχότερη απ’ την προηγούμενη.
Αυτή δε η ικανότης μιας γλώσσας (να συνδιαλέγεται με το περιεχόμενο και τις φόρμες της) ίσως και να εξηγεί όχι μόνον γιατί ένας βοσκός μπορεί νάναι καλύτερος ρήτορας στο δικό του ιδιόλεκτο από έναν πολυσπουδαγμένον, αλλά και γιατί η γλώσσα του βοσκού μπορεί νάναι το ίδιο πλήρης με τη γλώσσα του λόγιου...
Αλλά, αν όλα αυτά έχουν σχέση με τη γλώσσα, τι σχέση έχουν με τη σκέψη (και συνεπώς με τη βλακεία);
Έχουν σχέση, και μάλιστα διπλή! Πάνω στα κλισέ οικοδομείται η μπαρούφα - το πρώτον! Το δεύτερον: τα στερεότυπα συνεπάγονται τις ρετσινιές, ήτοι το γκαιμπελικόν λέγε-λέγε-λέγε-κάτι θα μείνει! Όχι μόνον μένει, αλλά γίνεται και λεκές που δεν βγαίνει. Ένας μέσα απ’ το πλήθος να πει κάτι για έναν άλλον μέσα στο πλήθος, αν η ηχώ το επαναλάβει αρκούντως, απ’ τον δεύτερον μένει «αυτό που πέρασε από μέσα του, ο άνεμος»...
ΣΤΑΘΗΣ Σ.